Μια φορά και έναν καιρό, σ' έναν κόσμο μαγικό, γίνονταν πράγματα τρελά!
Ζώα, βάρκες, σπίτια, πλοία, κάνανε την εμφάνισή τους και την παρουσία τους αισθητή.
Ξάφνου φάνηκαν και φρούτα να μιλάνε με γράμματα και αριθμούς, κουβέντα σωστή να έχουν πιάσει για γιορτές.... Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιές!!!
Κάνουν όλοι μαζί μια βόλτα μέσα στο χρόνο, και μόνο μέλημά τους, να φέρουν τα παιδιά μα και τους μεγάλους, στον δικό τους τον φανταστικό κόσμο. Να γελάσουνε, να παίξουνε μαζί μα και να μάθουν, να γίνουνε άνθρωποι σωστοί!!!
Ο κόσμος αυτός ο μαγικός που 'ναι γεμάτος ζωή, χαρά, αγάπη, ήρθε για να κρατήσει συντροφιά σ' όλου του κόσμου τα παιδιά.
Μικροί, μεγάλοι, μαζευτείτε όλοι λοιπόν, έχοντας μαζί σας τη φαντασία και την αγάπη για οδηγό.

Καλό Ταξίδι σας λοιπόν, στον κόσμο αυτόν τον μαγικό. Που κάνει κάθε όνειρο να μοιάζει αληθινό!!!

ΚΑΛΩς ΗΡΘΑΤΕ στην ΟΝΕΙΡΟΧΩΡΑ!!!

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

Ιστορία για τον πόλεμο & τους πολεμιστές του 1940!!




 Ο  Κότσιφας  και  οι  πολεμιστές!!

Μέσα  σε  μια  ρεματιά  γεμάτη  από  πλατάνια, ιτιές, λεύκες  και  άλλα  δέντρα, ζούσαν  πολλά  πουλάκια.  Η  ρεματιά  ήταν  ένα  πέρασμα.
Μα  τούτες  τις  μέρες  το  πέρασμα  είχε  πιο  μεγάλη  κίνηση. Κάτι  σπουδαίο  έπρεπε  να  συμβαίνει.
Περνούσαν  και  όλο  περνούσαν  κάτι  παράξενοι  άνθρωποι. Έρχονταν  από  το  Νότο  και  πήγαιναν  κατά  το  Βορρά.
Ο  γερο- κότσυφας, που  λεχουν  δει  τα  μάτια  του  και  έχουν  ακούσει  τ' αυτιά  του  πολλά, είπε  στα  άλλα  τα  πουλιά.
-Τούτοι  οι  παράξενοι  άνθρωποι  είναι  πολεμιστές, στρατιώτες. Πάνε  να  πολεμήσουν  για  την  πατρίδα  τους.
Άλλα  πουλιά  κατάλαβαν  κι  άλλα  δεν  κατάλαβαν, τι  θα  πει  πόλεμος  και  πολεμιστής.
Ο  γερο- κότσυφας  είχε  ξεμείνει  σ'  εκείνη  τη  ρεματιά. Την  ημέρα  που  έφευγαν  για  την  Πελοπόννησο  τ' άλλα  κοτσύφια, αυτός  ήταν  άρρωστος, και  τα  άλλα  πουλιά  του  είπαν  πως  δεν  έπρεπε  να  ανησυχεί, θα  τον  πρόσεχαν  αυτά. Έτσι  έμεινε  σε  εκείνα  τα  μέρη, τα  ψηλά. Ακόμα  πιο  ψηλά  άρχιζε  το  βουνό, που  θα  γινόταν  σε  λίγο  ξακουστό, η  Πίνδος!
Προς  τα  εκεί  πήγαιναν  οι  πολεμιστές.
Η  αυγή  άνοιγε  σιγά, σιγά. Πρώτος  άρχισε  να  αναδεύεται  ο  γερο- κότσυφας. Από  δίπλα  άνοιξε  τα  μάτια  του  ο  κορυδαλλός. Κάτι  ανθρώπινες  κουβέντες  τον  έκαναν  να  τεντώσει  τ'  αυτιά  του.
-Άκου! Άκου!... λέει  στον  κότσυφα.
-Κοίτα!Κοίτα! του  λέει  σιγά  και  ο  γερο- κότσυφας  και  έδειξε  με  το  ράμφος  του  τους  δύο  πολεμιστές, που  κάθονταν  στη  ρίζα  του  δέντρου, για  να  ξαποστάσουν.
Ο  ένας  πολεμιστής  έβγαλε  από  την  τσέπη  του  ένα  χαρτί  και  είπε  στον  άλλον: 
- Πήρα  το  πρώτο  γράμμα  από  το  σπίτι  μου. Άκουσε  τι  μου  γράφει  η  κόρη  μου: 

                                                                                                       1/ 11/ 40
Πατερούλη  μου,
Πάνε  τέσσερις  μέρες, που  έφυγες.
Κάθε  βράδυ  σε  βλέπω  στον  ύπνο  μου. Το  πρωί  το  λέω  στη  μαμά, πως  είσαι  καλά  και  χαρούμενος. Η  μαμά  τότε  παίρνει  και  μένα  και  γονατίζουμε  και  οι  δύο  μπρος  στην  Παναγίτσα... Η  Παναγίτσα  από  το  εικονοστάσι  της  ψηλά  μου  γελάει. 
Αύριο  θα  σου  γράψω  πάλι  και  θα  σου  στείλω  κάλτσες  και  σοκολάτες.
                                        
                                                                                                                Η  Φιλίτσα  σου.

Από  τα  μάτια  του  στρατιώτη  κύλησαν  δύο  χοντρα  δάκρυα.
-Κοίτα! κοίτα  τα  δάκρυα! είπε, σιγά  ο  κορυδαλλός  στο  γερο- κότσυφα.
-Βλέπω, βλέπω, απάντησε  ο  κότσυφας.
-Πες  ένα  τραγούδι, κότσυφά  μου, για  να  χαρεί  λίγο  αυτός  ο  πολεμιστής! είπε  σιγά  ο  κορυδαλλός.
-Ναι, να  πω....
Και  ετοιμάστηκε  ο  κότσυφας  να  τραγουδήσει.
-Λίγο  γρήγορα, μην  αργείς  γιατί  φαίνονται  βιαστικοί, ξανά 'πε  ο  κορυδαλλός. Να  όλο  πέρα  μακριά, κατά  το  Βορρά  κοιτάζουν!
Ο  κότσυφας  πήρε  μια  βαθιά  αναπνοή, τέντωσε  το  λαιμό  του  κι  άρχισε  να  τραγουδάει, όσο  μπορούσε  πιο  μελωδικά.
Έπειτα  από  λίγο  ξεπετάχτηκαν  και  τ' άλλα  πουλιά, τραγουδώντας. μα  απ' όλους  ξεχώροζε  ο  γερο- κότσυφας.
-Σαν  πολύ  να  ξαποστάσαμε, είπε  ο  ένας  από  τους  δυο.
-Έχεις  δίκιο,  είπε  ο  άλλος.
Οι  στρατιώτες  σηκώθηκαν. Με  τη  ματιά  τους  έψαξαν  να  βρουν  τον  κότσυφα  μέσα  στα  κλαδιά.
" ...το  λέει  και  ο  πετροκότσυφας  μέσα  από  τη  φωλιά  του"..., είπε  γελαστά  ο  στρατιώτης, που  λίγο  πριν, άφησε  να  κυλήσουν  δυο  δάκρυα  στα  μάγουλά  του.
-Αυτά  τα  πουλάκια  μας  έκαναν  να  χαρούμε, να  ξεχάσουμε. Καιρός  τώρα  να  πηγαίνουμε, και  συνέχισαν  το  δρόμο  τους!


















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου